|
Θα σας πω μια ιστορία για τον κο.Μπιλιμπόη, αυτόν τον αισχρό, λυσσασμένο τροβαδούρο. Νύχτες ολόκληρες περνούσε κάτω από το παράθυρο της αγαπημένης του Μιράντας, γρυλίζοντας τα θλιβερά του άσματα, τα οποία συνήθιζε να συνοδεύει με την ξεκούρδιστη κιθάρα του. Ήχοι στριγγοί, απαίσιοι πραγματικά ήχοι γέμιζαν το στενό σοκάκι με τις ανθισμένες λεμονιές, φρικτά άτακτα γρατζουνίσματα αναστάτωναν την μακάρια σιωπή της νύχτας. Μα η αληθινή φρικωδία ξεδιπλωνόταν σε όλο το τερατώδες της μεγαλείο όταν άρχιζε να τραγουδάει. Σάλια άφριζαν από το κακοσχηματισμένο στόμα του και πιτσίλαγαν το πεζοδρόμιο, καθώς γάβγιζε στίχους όπως αυτοί: Ω Μιράντα Ω Μιράντα Θα στον φορέσω σαν τιράντα Ω Μιράντα Τα κωλομέρια σου κάνω στην πάντα Ω Μιράντα Θα χύνω και θα χέζω μέσα σου πάντα Μιράντα, καλή μου Μιράντα ΤΆαρχίδια μου γλυφιτζούρι κάνΆτα Εσύ μονάκριβή μου Ψωλαρπάχτρα Μιράντα Η Μιράντα, αυτός ο καταγέλαστος νάνος, που τα παιδιά του χωριού συνήθιζαν να κλωτσούν μέχρι λιποθυμίας, κλειδωμένη στο σπίτι από τον σαδιστή, αλμπίνο πατέρα της, δάκρυζε από αγάπη σαν άκουγε τον Μπιλιμπόη να στριγγλίζει τα ερωτικά του άσματα. Πόναγε όμως βαθιά, γιατί ήξερε πως οι δυο τους δεν θα μπορούσαν ποτέ να είναι ευτυχισμένοι. Τουλάχιστον όχι εδώ, στην ¶νω Σκατομπέρμπερη. Και κάθε βράδυ η ίδια ιστορία, με τον πατέρα της Μιράντας να πετά από το παράθυρο αποφάγια στον Μπιλιμπόη, ο οποίος κάθε φορά άρχιζε σαν το σκύλο να γλύφει το πεζοδρόμιο, πέφτοντας ξανά και ξανά στην ίδια παγίδα: μόλις έσκυβε για να μηρυκάσει κάποιο κόκαλο ή λίγο παγωμένο λίπος, ο πατέρας εκτόξευε εναντίον του με διαολεμένη ακρίβεια μια χαρτοσακούλα με τα σκατά της ημέρας ανάμικτα με τριμένο γυαλί, η οποία πλήγιαζε και λέρωνε τη ράχη του Μπιλιμπόη. Και τότε αυτός το έβαζε στα πόδια γρυλίζοντας, ενώ ο πατέρας έδερνε τη Μιράντα μέχρι αυτή να του ορκιστεί ότι θα βγάλει από το μυαλό της τον Μπιλιμπόη μια για πάντα. Και έτσι περνούσαν οι μέρες, έπειτα οι μήνες, μέχρι που πέρασαν τέσσερα τρομερά χρόνια. Ο έρωτας των δύο νέων όμως δεν έσβηνε, και στο μυαλό του Μπιλιμπόη μέρα με τη μέρα φούντωνε το πάθος για εκδίκηση. Έπρεπε να καταστρώσει ένα σχέδιο, πράγμα σχεδόν αδύνατο για τον μικροσκοπικό του εγκέφαλο. Παρά την εκτυφλωτική του ηλιθιότητα όμως, ο Μπιλιμπόης ήξερε ένα πράγμα, και το ήξερε, διάολε, διαολεμένα καλά. Και αυτό δεν ήταν άλλο από το να μιμείται τις φωνές των ζώων. Η φύση του είχε δώσει αυτό το σπάνιο χάρισμα, σε αντάλλαγμα για την φρικτή παραμόρφωση του σώματος και του εγκεφάλου του. Ο πατέρας είχε στην αυλή ένα ψωράλογο, που του είχε πουλήσει μετά τον πόλεμο ένας επιτήδειος για αγωνιστικό, το οποίο όμως, όπως κατάλαβε λίγα λεπτά μετά την αγορά, και αφού φυσικά ο ξένος είχε εξαφανιστεί, ήταν ολότελα τυφλό. Ήταν όμως πιστός και συμπονετικός φίλος, και έτσι ο σαδιστής αλμπίνος το αγάπησε και αποφάσισε να το κρατήσει. ¶λλωστε τα ΅έβρισκανΆ μια χαρά οι δύο τους. |
||
Η βλακεία είναι πρόοδος. |