|
Χαϊδεύει τη χαίτη του και χάνεται στο άρωμά της. Με τις άκρες των δαχτύλων του χαϊδολογά τη ράχη του. Το πιάνει σφιχτά από τους μηρούς και το καβαλά. Είναι ένα υπέροχο ανοιξιάτικό πρωινό, ο αέρας είναι ζεστός και καθαρός, ο ήλιος ζεσταίνει και δίνει ζωή στα πάντα, μικροί υπέροχοι ήχοι γεμίζουν τον αέρα, οι δυο τους καλπάζουν και καλπάζουν και καλπάζουν...Οι ανθισμένες φραουλιές, οι κάτασπρες αμυγδαλιές, δύο σκιουράκια κυνηγιούνται, ένα ελάφι ξεδιψά στη σκιά του πλατάνου, παντού η ζωή στήνει το πανηγύρι της, και οι δυο τους συνεχίζουν να καλπάζουν και να καλπάζουν και να καλπάζουν...Φτάνουν σε ένα ξέφωτο, ένα άνοιγμα με καταπράσινο χορτάρι και ένα κελαρυστό ρυάκι, περικυκλωμένο από αρχαίες οξιές, ξεκαβαλικεύει, γεμίζει τις χούφτες του νερό και το φέρνει στο στόμα του Κεραυνού, αυτός πίνει όλος ηδονή, το νερό γρήγορα τελειώνει από τις χούφτες και το άλογο με την τραχιά του γλώσσα τώρα γλύφει τις παλάμες του πατέρα, η αίσθηση είναι απερίγραπτη, τρέμει σύγκορμος και δακρύζει από χαρά, έπειτα ξανακαβαλά τον Κεραυνό, και οι δυο τους καλπάζουν και καλπάζουν και καλπάζουν... Ο ήλιος ανατέλει πίσω από τις καταπράσινες βουνοπλαγιές της Ορτάνδης. Είναι ένα εξαίσιο πρωινό. Ο Μπιλιμπόης ξυπνά έπειτα από έναν ταραγμένο, γεμάτο εφιάλτες ύπνο. Η υγρασία της σπηλιάς τον ανάγκαζε να σηκώνεται όλο το βράδυ για κατούρημα, και όλο το βράδυ αντίκρυζε το ίδιο θλιβερό θέαμα: Ο Κεραυνός, δεμένος σε ένα βράχο, άγρυπνος, να κοιτάζει το τίποτα και να κλαίει.
Συνεχίζεται... |
||
Η βλακεία είναι πρόοδος. |