EverySunday
 
Μπιλιμπόη Part 2, by Cydon
Go to: Part 1 - Part3
 

 

 

‘Έλα Κεραυνέ, φάε λίγη ζαχαρίτσα’ είπε ο πατέρας και έζμπρωξε ένα κύβο μαύρης ζάχαρης στο στόμα του αλόγου. ‘Φάε γαμώ την τύφλα σου’. Έπειτα του έδωσε ένα ρουφηχτό φιλί στο στόμα, το καληνύχτισε και μπήκε στο σπίτι. Σ’ένα θάμνο έξω από την αυλή, παραμόνευε κρυμμένος ο Μπιλιμπόης.

Αυτή τη φορά είχε έρθει χωρίς την κιθάρα του. Χρησιμοποιώντας το μοναδικό του χάρισμα, έσουρε ένα βραχνό, αισθησιακό χλιμίντρισμα. Τα υπερευαίσθητα αυτιά του Κεραυνού ανασηκώθηκαν. Ο Μπιλιμπόης συνέχισε να χλιμιντρίζει "σαν άλλη Μαύρη Καλλονή", και το χλιμίντρισμα έκαμε τα φύλλα από τις λεμονιές να θροϊζουν και τον Κεραυνό να νιώθει μια απροσδιόριστη αναστάτωση και ένα γλυκό ρίγος. Θύμησες αγάπης ξύπνησαν μέσα του, γλυκές θύμησες. Το χλιμίντρισμα του Μπιλιμπόη δονούσε τώρα την απαλή νυχτιά, ήταν τώρα η ίδια η καρδιά του που χλιμίντριζε το παναλόγινο κάλεσμά της, την εσωτερική της ικεσία. Ο Κεραυνός άρχισε να πλησιάζει την πηγή του ερωτικού καλέσματος, και αφού χτύπησε πάνω σε δύο δέντρα, βγήκε από την αυλή και πήγε προς τον θάμνο που ήταν κρυμμένος ο Μπιλιμπόης.

Και τότε ήταν που δέχτηκε το αριστοτεχνικό χτύπημα στο σβέρκο και σωριάστηκε κάτω. Ο Μπιλιμπόης του έδεσε ένα σκοινί στο πίσω δεξί πόδι και άρχισε να τον σέρνει. Ήταν μια νύχτα δίχως φεγγάρι, και ο Μπιλιμπόης ιδρώνοντας και ξεφυσώντας μέσα από στενά σοκάκια κατάφερε να σύρει τον λιπόθυμο Κεραυνό έξω από το χωριό, και έπειτα μέσα στο δάσος, μέχρι την σπηλιά του. Τη σπηλιά αυτή την είχε διαλέξει γιατί ήταν αόρατη για όποιον δεν είχε το "χάρισμα του Γκόγκομπορ" *1.

Όταν το επόμενο πρωί ο πατέρας κατέβηκε "ορεξάτος" στην αυλή για να συναντήσει τον Κεραυνό, τον περίμενε μία δυσάρεστη έκπληξη και ένα σημείωμα καρφωμένο στο δέντρο. Το σημείωμα ήταν καταφανώς γραμμένο από έναν άνθρωπο κατώτατης πνευματικής στάθμης που παραληρούσε:

Αν θες να ξαναδείς το άλογό σου, έλα στη σπηλιά μου που είναι (αυτό το σημείο ήταν σβησμένο), εεε, εννοοώ άσε εμένα και τη Μιράντα να ζήσουμε ευτυχισμένοι, ναι ευτυχισμένοι, τι ξέρεις εσύ από αγάπη, θα το κάνω φέτες το ψωράλογο,δε με ξέρεις, κανείς δε με ξέρει, κανείς, αχ Μιράντα ...

Κάτι έσπασε μέσα του. Όλη η ζωή του πέρασε από μπροστά του σαν ταινία. Το χείλος του τρεμόπαιξε. Ένα δάκρυ κύλησε. Άρχισε να τρέμει το γόνατό του. Σφίχτηκε η κοιλιά του. Ανακατεύτηκε το στομάχι του. Ξεράθηκε ο λαιμός του. Τον έλουσε κρύος ιδρώτας. Ζεστάθηκαν τα μιλίγγια του. Σήκωσε τις γροθιές του προς τον ουρανό και έβγαλε μια κραυγή που αντήχησε πέρα στα βουνά: ‘ΓΙΑΤΙ????’ . Έπεσε κάτω, κουλουριάστηκε, άφρισε με σπασμούς και έκλαψε σαν να μην υπήρχε αύριο, ούτε μεθαύριο. Έφαγε λίγο χώμα και λιποθύμησε.

Όταν ξύπνησε, αντίκρυσε την νάνισα κόρη του να του πλένει ευλαβικά τα πόδια. Βρισκόταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι του.

‘Πόση ώρα κοιμάμαι;’ ρώτησε.

‘Ώρα; Πόσες μέρες θα ρώταγα εγώ καλέ μπαμπάκο’ του απάντησε η Μιράντα.

‘Ε πόσες ρε σκουλήκι της πέτρας;’ είπε και της άστραψε μια σφαλιάρα.

‘Δύο ώρες καλέ μπαμπάκο’ απάντησε εκείνη.

‘Δεν είναι δυνατόν να είσαι τόσο ηλίθια’ της είπε και ξαναλιποθύμησε.

Μπρρρ! Χλιμίντρ, χλιμίντρ! Ο έμπορος έχει μόλις στρίψει στη γωνία και ο πατέρας είναι μόνος του στην αυλή με το άλογο. ‘Θα σε λέω Κεραυνό, και μαζί θα κατακτήσουμε όλες τις πίστες!’. Πόσο λίγο έμελε να κρατήσει αυτή η αυταπάτη...Ο Κεραυνός πλησιάζει τον καινούριο του αφέντη, αυτός πάει να τον χαϊδέψει, μα ο Κεραυνός δε βλέπει τίποτα, πέφτει πάνω του, μπουρδουκλώνεται και ξαπλώνεται στο πάτωμα. Σηκώνεται όμως αμέσως, καλπάζει προς τον παλιό μαντρότοιχο της αυλής, τον χτυπά με το κεφάλι και πέφτει για δεύτερη φορά. Σηκώνεται και πάλι αμέσως, αρχίζει να τρέχει προς τα πίσω, αυτή τη φορά είναι ο τοίχος του σπιτιού που του κόβει τη φόρα, και πάλι κάτω, και πάλι σηκώνεται...Ο πατέρας παρατηρεί σαστισμένος, συνειδητοποιεί ότι το άλογο αυτό δεν βλέπει τίποτα, μα τον συγκινεί βαθιά η επιμονή του, έχει κάτι το ποιητικό, και άξαφνα δακρύζει, και υπόσχεται στον εαυτό του ότι δεν αφήσει ποτέ τίποτα και κανέναν να πειράξει αυτό το άλογο, κάποια συμπαιγνία των πλανητών τους δένει για πάντα μαζί, για πρώτη φορά δεν νιώθει πια μόνος...

Όταν ξύπνησε μετά από δύο μέρες, η Μιράντα συνέχιζε να του πλένει τα πόδια με την γνωστή δουλικότητα που χαρακτήριζε όλες τις κινήσεις της.

‘Χάσου από τα μάτια μου.’

‘Αμέσως καλέ μπαμπάκο.’

‘Πόρνη!’

Η Μιράντα ξέσπασε σε λυγμούς. Παράτησε το πανάκι μέσα στη λεκανίτσα, και έτρεξε προς το δωμάτιό της.

‘Σταμάτα εκεί που είσαι’ άκουσε τη φωνή του πατέρα από πίσω της. ‘Έλα εδώ!’

Μόλις τον πλησίασε, την έπιασε από την λιγδιασμένη πλεξούδα της και κόλλησε το πρόσωπό της στο δικό του.

‘Λοιπόν άκουσέ με καλά. Αυτός ο αηδιαστικός κρετίνος που σε περιτριγυρίζει, ο Μπιλιμπόης, έκλεψε τον Κεραυνό μου, και δεν θα τον αφήσει λέει, αν δεν σε δώσω σε αυτόν’.

Η Μιράντα πάγωσε. Άρχιζε να συνδέει στο μυαλό της τα άσχετα ως εκείνη τη στιγμή στοιχεία. Το ότι έλειπε ο Κεραυνός. Το ότι είχε εξαφανιστεί ο Μπιλιμπόης. Εκείνο το σημείωμα του Μπιλιμπόη που είχε βρει δίπλα στον λιπόθυμο πατέρα. Όλα έμοιαζαν να ταιριάζουν τώρα, και σε συνδυασμό με αυτό που της είχε πει μόλις ο πατέρας, για πρώτη φορά η θεία ανακούφιση της κατανόησης φώτισε τον νάνικο εγκέφαλό της. Ανακούφιση;

‘Λοιπόν άκουσε καλά αυτό που θα σου πω τώρα’ συνέχισε ο πατέρας.

‘Αυτός ο καριόλης θα πληρώσει ακριβά αυτό που έκανε στον Κεραυνό μου. Και δεν υπάρχει περίπτωση να σε αφήσω να τον παντρευτείς. Μπορεί να είσαι άσχημη και ανυπόφορη, δουλική και γλοιώδης, μα είσαι κόρη μου και εγώ σε αυτόν τον σαλτιμπάγκο δεν σε δίνω. Έχω ένα σχέδιο. Το σκασμό τώρα.’

 

*1 . Χάρισμα με το οποίο μπορεί κάποιος να διακρίνει σπηλιές που δεν είναι ορατές σε κάποιον που δεν έχει το χάρισμα. "Λίγοι" έχουν αυτό το χάρισμα. Συνήθως συνοδεύεται από φρικτές παραμορφώσεις του σώματος και του εγκεφάλου, σε σημείο που πολλοί αναρωτιούνται αν αξίζει τόση φρίκη μόνο και μόνο για να μπορείς να βλέπεις μια-δυο κρυμένες σπηλιές. Αστειευόμενοι λένε: "Χάρισμά τους!"

 

Συνεχίζεται... ( Διάβασε τη συνέχεια: Part3)

 
 
Η βλακεία είναι πρόοδος.