|
O Γ. ήταν ένας πολύ ωραίος κύριος κάποτε. Αλλά και εγώ δεν ήμουν άσχημος. Ψιλομοιάζαμε κιόλας, μας το είχαν πει πολλοί. Ήταν σχετικά ψηλός μονό αυτό θυμάμαι. Θυμάμαι βέβαια ότι είχε και συμπαθητική φυσιογνωμία άλλα δυστυχώς δεν μπορώ να την ανακαλέσω εικονικά. Αν όντως μοιάζαμε τότε ας ρίξω μια ματιά στον καθρέφτη μπας και θυμηθώ τίποτα. Μπα, δε μου λέει τίποτα αυτή η φάτσα, εκτός του ότι είναι δική μου, και ότι πρέπει να κόψω τις καταχρήσεις. Ο Γ. δεν έπινε, μόνο κάπνιζε. Camel. Ελπίζω να μην καπνίζει ακόμη αυτά. Αν ναι, τον λυπάμαι. Ήταν ηλεκτρολόγος στο επάγγελμα μα ακόμη πιο επαγγελματίας στο να λύνει σταυρόλεξα. Ήρωας του μέχρι τώρα κειμένου, εκτός από εμένα: Γ. Εντάξει και εγώ καλός είμαι στα σταυρόλεξα. Το γιατί έγινε ηλεκτρολόγος ποτέ δεν το κατάλαβα. Νομίζω πως ούτε και αυτός το κατάλαβε. Τώρα θα μου πεις το κατάλαβε δεν το κατάλαβε τώρα έγινε. Από τη στιγμή που εμφανίζεται κάτι ως μόνιμη ιδιότητα στη ζωή κάποιου, δεν ξέρω πόση σημασία έχει ο βαθμός συνειδητότητας αυτού, την ώρα που γίνεται. Πάντως ήταν από τους ανθρώπους εκείνους που ποτέ δεν μπορούσες να διακρίνεις κάποιο ταλέντο εξαιτίας της ατελείωτης χαλαρότητας που διαθέτουν. Είναι τόσο μεγάλη μάλιστα αυτή η χαλαρότητα που τη μόνη δεξιότητα που μπορείς να φανταστείς να έχουν, είναι η χαλαρότητα που έχεις ήδη διακρίνει. Με τα χρόνια παρόλα αυτά, και μέσα από συνεχείς συναναστροφές με τον Γ. κατανοούσα ότι όχι μόνο πρόκειται για άνθρωπο με πολλά πνευματικά χαρίσματα μα πως στην πραγματικότητα ήταν άτομο με μεγαλύτερη ευφυΐα από έμενα, που εκείνο τον καιρό πίστευα πως ήμουν διανοητικά πολύ προικισμένος. Δε λέω ότι τώρα δε το πιστεύω. Άπλα, πλέον παρατηρώ λίγο καλύτερα τους ανθρώπους όταν θέλω να εκφέρω γνώμη για την ευφυΐα τους. Και αυτό εξαιτίας της περίπτωσης του Γ. Σε αυτό του χρωστάω. Ήταν το πειραματόζωο μου στη συγκεκριμένη περίπτωση. Μου έχουν πει κατά καιρούς ότι θα γινόμουν καλός ψυχολόγος, άλλα εγώ δεν το πιστεύω. Δεν πιστεύω στις ομαδοποιήσεις ανθρωπίνων συμπεριφορών. Δεν πιστεύω σε πολλά πράγματα γενικότερα, και σε αυτά που ακόμη πιστεύω μέρα με τη μέρα με εγκαταλείπουν. Κάποτε λόγου χάρη πίστευα ότι κάποια μέρα πολλά πράγματα τριγύρω μου θα αλλάξουν προς το καλύτερο, τώρα πιστεύω ότι ήμουν αφελής, τώρα δεν συναναστρέφομαι με αφελείς ανθρώπους παρά μόνο ορισμένες στιγμές με την αύρα των παρελθοντικών μου σκέψεων. Το μόνο σίγουρο είναι ότι έπαψα να συναναστρέφομαι με το Γ., αυτό μπορώ να το βεβαιώσω. Δεν ξέρω αν θα ήθελα να τον ξαναδώ. Δεν το έχω σκεφτεί ποτέ. Μάλλον το έχω σκεφτεί πολλές φορές απλά δεν κατάφερα να φανταστώ πως θα μπορούσε να μοιάζει η συνάντηση μας. Δεν μου αρέσει η δουλειά μου. Βαριέμαι τόσο πολύ στην τράπεζα, που πάντα σκέφτομαι πράγματα που με μελαγχολούν εν τέλει. Νομίζω ότι δεν μου αρέσει να μην σκέφτομαι, και η αναπόληση μαζί με την κατασκευή εναλλακτικών σεναρίων της ζωής μου, μου δίνει την αίσθηση ότι κάτι κάνω. Η δουλειά μου στην τράπεζα μοιάζει με αυτή του ιδιοκτήτη μεγαλοκαφετέριας, ο οποίος πίνει κάθε μέρα τον καφέ του στο μαγαζί του και η μόνη του δουλειά είναι να απαντά σε ερωτήσεις του τύπου: «Αφεντικό να πάρω ρεπό αύριο;». Δεν είχα φανταστεί ποτέ ότι υπήρχαν τέτοιου τύπου ερωτήσεις στον κόσμο. Τώρα απορώ με τον κόσμο γενικώς. Σε λίγο τελειώνω από τη δουλειά, και σε 5-6 χρόνια τελειώνω οριστικά. Δεν ξέρω τι θα κάνω όταν βγω στην σύνταξη. - Κάλο μεσημέρι κύριε Κ. - Επίσης Μ. Γιατί με λένε κύριο ακόμη δεν το έχω καταλάβει. Ποτέ δεν μπόρεσα να καταλάβω ποιο είναι το οριακό σημείο, ηλικιακό ή μη, που όταν το περάσεις αυτόματα περνάς στον κόσμο του πληθυντικού. Λέτε να ξέρει κανείς. Μπα δεν το νομίζω. Καμιά φορά ονειρεύομαι ότι δουλεύω σε καντίνα στη μέση του πουθενά και παίρνω όρκο ότι μου ταιριάζει καλύτερα από αυτό που κάνω τώρα. Νομίζω ότι άλλαξα πολύ με τα χρόνια. Υποψιάζομαι ότι πρέπει να έκανα πολλά από αυτά που πολεμούσα τότε. Τι θα έλεγε ο τοτινός μου γύρω κόσμος αν με έβλεπε τώρα; Έλα ντε. Το 1975, όταν πέρασα στο οικονομικό, ήμουν αισιόδοξος για πολλά πράγματα. Γενικά όλη η χώρα βρισκόταν σε μια κατάσταση ευφορικής αφέλειας. Όλοι προσδοκούσαν τις καλύτερες μέρες για τις οποίες κανείς δεν πάλεψε και όμως όλοι ήταν εκεί τη στιγμή της μάχης. Κατάγομαι από ένα μικρό χωριό της Ημαθίας, μετακόμισα όμως στη Βέροια από τα γυμνάσιο και έπειτα. Δεν ξέρω αν μου άρεσε αυτή η πόλη. Δεν ξέρω αν ήταν, αν είναι όμορφη αυτή η πόλη. Σίγουρα είναι πιο όμορφη από παρομοίου πληθυσμού πόλεις όπως η Κοζάνη λόγου χάρη, μα αυτό δεν την κάνει και απαραίτητα όμορφη, έτσι δεν είναι; Νομίζω πως είναι δύσκολο να αποδώσεις με τέτοιους αφελείς χαρακτηρισμούς για τόπους που βίωσες την εφηβεία σου, αφού αυτοί οι τόποι είτε όμορφοι είτε άσχημοι, είσαι εσύ. Σε στοιχειώνουν και τους στοιχειώνεις κατά βούληση. Όταν σκέφτομαι πια αυτήν την πόλη, το πρώτο πράγμα που μου έρχεται στο μυαλό είναι πρόσωπα φίλων, ενωμένα μεταξύ τους, σιγά-σιγά να αφήνουν την ανθρώπινή τους υπόσταση και να μετασχηματίζονται σε πολυόροφες οικοδομές και επαρχιακά καφενεία. Γενικά πάντως έχω ανάμεικτα συναισθήματα για τα σχολικά μου χρόνια. Δεν νομίζω ότι ξέρω γιατί. Θυμάμαι πάντως ότι όταν βγήκαν τα αποτελέσματα των πανελληνίων δεν χάρηκα όσο περίμενα ότι θα χαρώ όλο τον υπόλοιπο χρόνο. Είχα χαρεί τον υπόλοιπο καιρό με το να σκέφτομαι διαρκώς αυτή τη μέρα χαράς, που μάλλον είχα χαρεί αρκετά. Τέλος πάντων, γύρω στις αρχές Σεπτέμβρη πήγα στη Θεσσαλονίκη για να βρω σπίτι. Βρήκα κάμποσες ευκαιρίες, μα το σπίτι που πραγματικά μου άρεσε, στην Ιασωνίδου ακριβώς απέναντι από την καμάρα, ήταν αρκετά μεγάλο για ένα άτομο, και συνεπώς και ακριβό για ένα άτομο. Σκέφτηκα ότι ή θα βολευτώ με κάτι λιγότερο του γούστου μου ή αλλιώς θα έπρεπε να βρω συγκάτοικο. Προτίμησα τη δεύτερη λύση και από την επομένη κιόλας έφτιαξα μια πρόχειρη αγγελία, την φωτοτύπησα καμιά τριανταριά φορές και την κόλλησα σε κολόνες στην περιοχή γύρω από το σπίτι. Σε αυτήν την πρώτη μου δουλειά ως κολλητή που έμελλε να έχει ένδοξη συνέχεια στα μετέπειτα χρόνια, η απάντηση δεν άργησε να έρθει. Όταν γύρισα στο ξενοδοχείο που διέμενα προσωρινά, ο άνθρωπος της ρεσεψιόν με πληροφόρησε ότι είχαν τηλεφωνήσει για την αγγελία. Είχαν αφήσει μάλιστα και αριθμό τηλεφώνου. Αμέσως πήρα το νούμερο και βγήκα να τηλεφωνήσω. Εκεί ακριβώς έξω από το ξενοδοχείο, στην αρχή της Λαγκαδά υπήρχε ένας θάλαμος που όμως ήταν μονίμως πιασμένος. Προχώρησα αρκετά μέχρι να βρω ένα θάλαμο για να τηλεφωνήσω. - Ναι γεια, μου είπαν από το ξενοδοχείο ότι τηλεφωνήσατε για το σπίτι. Ελπίζω να ενδιαφέρεστε ακόμη έτσι; - Φυσικά, φυσικά. Θα μπορούσαμε να βρεθούμε σε καμία ωρίτσα στην καμάρα αν δεν υπάρχει κάποιο πρόβλημα. - Κανένα πρόβλημα. - Τα λέμε εκεί λοιπόν. Έκλεισα το τηλέφωνο και ξεκίνησα με τα πόδια για την καμάρα. Έφτασα λίγο νωρίτερα και περίμενα. Στο δρόμο συνειδητοποίησα πως δεν είχαμε δώσει σημεία αναγνώρισης των εαυτών μας. Δεν ανησύχησα πολύ. Ακριβώς μία ώρα μετά το τηλεφώνημα άρχισα να ελέγχω το πεδίο γύρω μου. Ξαφνικά (εντάξει όχι και τόσο ξαφνικά, τον κοιτούσα ώρα είναι η αλήθεια) συνειδητοποιώ ότι, ένα άτομο το οποίο από ώρα και αυτό περίμενε, κοιτούσε και αυτό ερευνητικά το τοπίο από την ίδια ώρα και μετά. Ίσως να?ναι αυτός σκέφτηκα. Και όντως σιγουρεύτηκα πλησιάζοντας τον: -Πρέπει να είσαι... Γνέψαμε καταφατικά και οι δύο και συστηθήκαμε. Τον λέγανε Γ. Πρότεινε να πάμε για καφέ εκεί δίπλα. Δεν ήξερα τίποτα από αυτήν την πόλη. Ότι και να μου πρότεινε εκείνη την ώρα θα το θεωρούσα σαλονικιώτικο συνήθειο και θα το δεχόμουνα είτε μου άρεσε είτε όχι, έτσι απλά για να δείξω ότι θα μπορούσα να αντέξω τις εκάστοτε συνήθειες κάποιου από αυτήν την πόλη. Είπα εντάξει και καθίσαμε σε ένα καφενείο απέναντι στην καμάρα αν θυμάμαι καλά... Είναι Σάββατο και αντί να απολαμβάνω την δημοσιοϋπαλληλική μου βδομαδιάτικη άδεια, προσπαθώ να σιγουρευτώ. Αλλά δε μπορώ. Δύσκολο να σιγουρευτείς σε τέτοια ηλικία. Είμαι άραγε γρανάζι του συστήματος; Επαναλαμβάνω, δύσκολη ηλικία για να είσαι σίγουρος. Έκλεισα τα 50 και ακόμη δεν καταλαβαίνω τι στο διάολο κάνω σε αυτό το γραφείο. Και όσο βλέπω τους καινούργιους υπαλλήλους γεμάτους χαρά για την εξασφάλιση της ζωής τους, δεν ξέρω τι να υποθέσω. Μάλλον σε κάποια φάση της ζωής μας όλοι οι άνθρωποι κάνουμε με μαθηματική ακρίβεια τις ίδιες ακριβώς μαλακίες. Θα μου πεις ποιος δεν θα ήθελε να είναι δημόσιος υπάλληλος σε αυτή την χώρα; Εγώ πριν από 30-35 χρόνια. Περπατάω τον κεντρικό δρόμο της πόλης μου. Α ξέχασα να σας πω. Τώρα ζω στα Γρεβενά. Πως βρέθηκα εδώ είναι μεγάλη ιστορία. Αυτή και αν είναι μυστήρια πόλη. Τη θεωρώ πολύ άσχημη αλλά μην το πείτε στους κατοίκους της, είναι κομματάκι κανίβαλοι, μεταξύ μας. Μια ωραία πρόταση για την αισθητική αναμόρφωση της Ελλάδας θα ήταν να ενωθούν τα Γρεβενά, η Αλεξάνδρεια και η Ορεστιάδα σε μία ενιαία άσχημη πόλη, ούτως ώστε όταν άτομα σαν εμένα απαριθμούν τις άσχημες πόλεις της Ελλάδας να έχουν λιγότερα ονόματα να σκεφτούν. Νομίζω ότι θα έκανε καλό και στον τουρισμό συν τοις άλλοις. Τέλος πάντων, με τον καιρό την συνήθισα και αυτή. Η αλήθεια είναι ότι έκανα και μερικούς καλούς φίλους εδώ. Ένας από αυτούς, ο Ν. πάντα μου έλεγε να δεχτώ τη ζωή όπως αποφάσισα να τη δεχτώ. Δεν πίστευε ούτε στην τύχη, ούτε στην ανθρώπινη δυνατότητα παρέμβασης στην ζωή. Πίστευε και στα δύο, με έναν περίεργο αντιφατικό αλλά παράλληλα και γοητευτικό τρόπο. Μάλλον θα τον συναντήσω σήμερα οπότε θα καταλάβετε τι εννοώ. Ο δρόμος για το καφενείο μου αρέσει σχεδόν περισσότερο από το καφενείο το ίδιο, γιατί μου δίνει τον χρόνο να σκέφτομαι λόγους να μην πάω τελικά σε αυτό. Πάντα πηγαίνω στο τέλος. Πρέπει να εξασκήσω την επιχειρηματολογία μου, γιατί δεν πείθομαι εύκολα. Στα φοιτητικά μου χρόνια ξέρετε όταν ήμουν εξέχων μέλος του νόμιμου πια τότε ΚΚΕ, είχα τη φήμη του καλύτερου προπαγανδιστή, με θεωρούσαν δηλαδή εργαλείο απαραίτητο για την επανάσταση που θα κάναμε. Τελικά εγώ αποφάσισα να αναβάλω για πάντα την επανάσταση και οι επαγγελματίες επαναστάτες αποφάσισαν με τη σειρά τους να μη μου ξαναμιλήσουν ποτέ. Δεν πειράζει ούτως ή άλλως είχα αρχίσει να αποκτώ μια περίεργη υπερένταση από τη μακροχρόνια έκθεση στο κόκκινο χρώμα. Τώρα είμαι καλύτερα. Νομίζω. - Τι έγινε βρε μαλάκα, έχασες το δρόμο. Σε περιμένω εδώ κι μισή ώρα. Έχω πιει τρεις μπύρες μέχρι τώρα. Αλκοολικούς θα μας καταντήσεις έτσι πως πας. |
||
Η βλακεία είναι πρόοδος. |