|
- Α. πρέπει να φύγω για τη Θεσσαλονίκη σε λίγη ώρα
Πολύ την αγαπάω αυτή την γυναίκα. Ξέρετε είναι πολύ σημαντικό για μένα, για σας δεν ξέρω, οι γενικεύσεις δεν μου επιτρέπουν να τις χρησιμοποιώ πλέον, να ξέρεις ότι κάποιος που κατά κάποιον τρόπο μοιράζεσαι την ζωή σου ή κάποια από αυτή τέλος πάντων ξέρει πότε είναι η ώρα να μιλήσει και πότε όχι. Νομίζω ότι έτσι τελικά επιλέγεις ασυνείδητα ποιους φίλους θα συνεχίσεις να ονομάζεις φίλους. Είναι μεγάλο προνόμιο να ξέρεις να μη ζητάς τα ρέστα όταν δεν ήρθε ακόμα η ώρα να πληρώσεις ή όταν ακόμα το μαγαζί σου λέει πολύ απλά να περιμένεις μέχρι κάποιος εκ των του μαγαζιού να βρει. Άλλα είναι και μεγάλο προνόμιο να ξέρεις να μιλάς πολύ. Γιατί; Δεν μπορώ να το οριοθετήσω αυτό δυστυχώς άλλα το πιστεύω. Όλοι αγαπάμε τη μεταφυσική, το θέμα είναι η ποσότητα αυτής της αγάπης. Ελπίζω να μην είμαι πολύ ερωτευμένος σε αυτή την περίπτωση. Έπρεπε να κάνω μερικά τηλέφωνα για να μάθω την τωρινή διεύθυνση του πρώην φίλου μου. Δεν μένει πολύ μακριά από κει που μέναμε τώρα που το σκέφτομαι. Πρώτος όροφος. Η πόρτα ανοιχτή, ως συνήθως σε τέτοιες περιπτώσεις, πολύς κόσμος, ψάχνω να βρω κάποιον που να γνωρίζω. Μπα, κανείς. Πάνε και τόσα χρόνια θα μου πεις. Στο βάθος του δωματίου, βλέπω την Μ., πάνω από τον νεκρό πλέον πρώην φίλο μου. Δεν είναι και πολύ καλά. Πλησιάζω διστακτικά προς τα εκεί. Έχω αρχίσει να τραβάω κάποια βλέμματα ήδη πάνω μου. Φτάνω σε απόσταση ομιλίας με την Μ., τα χάνω. Δε λέω τίποτα. Κουνάω μόνο το κεφάλι. Η Μ. σαστίζει, σηκώνεται, με αγκαλιάζει, με παίρνει στο διπλανό άδειο δωμάτιο. - Ήξερα ότι θα ‘ρθεις. Άλλαξες πολύ. Πάνε και είκοσι χρόνια θα μου πεις.
Ανήκαμε σε αυτήν την κάστα ανθρώπων, όλοι εκείνης της τοτινής παρέας, των άκρατων ορθολογιστών, των ατσαλάκωτων μη ευσυγκίνητων ανθρώπων που πότε παρόλα αυτά δεν είχαν υπολογίσει τέτοιες τσαλακωμένες ώρες τι γίνεται. Θα μου πείτε τι να γίνεται. Κάποιος πεθαίνει, κάποιοι ζουν. Απλά είναι τα πράγματα. Δυστυχώς όμως και σε αυτό αποτύχαμε, η θεωρία μας μας εγκατέλειψε και σε αυτό. Θυμάμαι όταν ήμουν μικρός, ήμουν τόσο ευαίσθητος, που μπορούσα να κλάψω με το παραμικρό. Μεγαλώνοντας, γύρω στα 12, κατάλαβα ότι όταν κλαις κανείς δεν σε παίρνει στα σοβαρά. Αποφάσισα να μην ξανακλάψω στη ζωή μου. Ούτε όταν ο πατέρας μου πέθανε πριν κάποια χρόνια δεν κατάφερα να κλάψω. Μα τώρα τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Πέθανα και εγώ λίγο μαζί του, και ας μην καταλαβαίνω γιατί. Η μάλλον καταλαβαίνω άλλα δεν είμαι σίγουρος αν όντως καταλαβαίνω. Τι είναι λοιπόν για μένα αυτή η απώλεια. Είναι καταρχήν και πρωτίστως, προσωπική αποτυχία. Γιατί; Πολύ απλά γιατί ποτέ μου νομίζω δεν χώνεψα ότι δεν καταφέρει εις από εμάς να κάνει την κίνηση συμφιλίωσης. Και τώρα, επειδή φυσικά δεν πιστεύουμε σε θρησκειολογικές μαλακίες μια τέτοια πιθανότητα αποκλείεται. Γάμος χωρίς παπά στο χωριό μου τουλάχιστον δεν γίνεται. Και τι ειρωνεία, σε αυτήν την περίπτωση ο παπάς είναι ο Γ.. Χαχα. Τι να πεις, το θρησκευτικό κατεστημένο μας στοιχειώνει ακόμα και στις μεταφορές του λόγου μας. Είναι κατά δεύτερον μία ακόμη ένδειξη ότι η εποχή που μας σημάδεψε έχει αρχίσει να κλείνει τον κύκλο της αν δεν το έχει κάνει από καιρό τώρα. Και μάλλον το έχει κάνει. - Είναι αργά, μένεις εδώ γύρω; - K. από εδώ ο γιος μου ο Μ. Ο Κ. είναι παλιός φίλος του μπαμπά Σοκαριστικό. Αυτό το παιδί θα ορκιζόμουνα ότι μιλουσε σαν εμάς πριν από είκοσι χρόνια. Μα είναι δυνατόν. Και όμως. Ένα παιδί 20 χρονών, χάνει τον πατέρα του και όμως καταφέρνει να μιλήσει έτσι. Τι να πεις σίγουρα η ιστορία επαναλαμβάνεται καμιά φορά, τώρα αν είναι σαν αστείο όταν αυτό γίνεται όπως ο πρώην δάσκαλος μου ο Μαρξ έλεγε δεν ξέρω. Εγώ δεν γέλασα πολύ πάντως για να σας πω την αλήθεια. - Μ. είναι κανείς εδώ που να γνωρίζω. Υπάρχει κανείς από τους παλιούς; - Είναι αρκετοί που σε γνωρίζουν εδώ μέσα, αν και νομίζω ότι κάποιοι δεν σε αναγνώρισαν. Ο Β. είναι εδώ πάντως αν τον θυμάσαι. - Ποιος B. o μετέπειτα γραμματέας του κόμματος; - Nαι αυτός. -Αν είναι δυνατόν. Έχω πάνω από 25 χρόνια να τον δω. - Έλα πάμε έξω θα σε ξαναθυμηθούν Μου κόπηκαν τα πόδια να σας πω την αλήθεια. Ελπίζω να μη γυρίζει η συζήτηση στην πολιτική γιατί την γαμήσαμε σκέφτομαι. Τέλος πάντων, κρατήσαμε όλοι τα προσχήματα όλο το βράδυ, μερικές τυπικές κουβέντες και τίποτε παραπάνω. Γύρω στις δύο, το κλίμα δεν με σήκωνε άλλο, έπρεπε να φύγω. Αποχαιρέτησα την Μ., έριξα μια λοξή ματιά στον τοτινό μου φίλο και έφυγα για το διαμέρισμα του γιου μου. Κάτσε να πάρω ένα τηλέφωνο λέω γιατί όπως ξαναείπα δεν θέλω να τον πετύχω σε καμιά περίεργη κατάσταση. - Έλα ρε που είσαι; Έξω είσαι ακόμη; Kαι πως θα μπω στο σπίτι ρε μαλακούλη; Koντά στην καμάρα είμαι τώρα, ανεβαίνω την Ναυαρίνου. Έκανα μια βόλτα από το λιμάνι να περάσει η ώρα. Έρχεσαι; Εντάξει, στην καμάρα. - Ναι παρακαλώ, μπορώ να μιλήσω με την Α.;
Συνεχίζεται... |
||
Η βλακεία είναι πρόοδος. |